σκαριφισμός

σκαριφισμός
ο, Ν [σκαριφίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο
2. ιατρ. σκαριφησμός
3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας ενός ατόμου, τής κοινωνικής του θέσης και λειτουργίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”